- Φιλίππειοι
- Φιλίππειοςof Philipmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλίππειοι — φιλίππειος of Philip masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» … Dictionary of Greek
φιλίππειος — α, ο / φιλίππειος, εία, ον, ΝΑ [Φίλιππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον βασιλιά τής Μακεδονίας Φίλιππο Β , πατέρα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι φιλίππειοι (ενν. στατήρες) (στην αρχ.) χρυσά νομίσματα που κόπηκαν από… … Dictionary of Greek
Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… … Dictionary of Greek